- ποιητόν
- ποιητόςmademasc acc sgποιητόςmadeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Piut — (Pijjut, neuhebr., Mehrzahl Pijjutim, v. griech. ποιητόν, »Gedicht«), poetische Gebetstücke des jüdischen Kultus. Die Verfasser derselben heißen Paitanim (s. Paitan) … Meyers Großes Konversations-Lexikon
γενητός — γενητός, ή, όν (AM) αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού «δύο κυρίοις… … Dictionary of Greek
ἐπιποίητον — ἐπῑποίητον , ἐπί ἰπόω press pres opt act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)